φιλόλυπος

φιλόλυπος
-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα τής λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί-λυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλόλυπον — φιλόλυπος fond of pain masc/fem acc sg φιλόλυπος fond of pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολύπου — φιλόλυπος fond of pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόλυποι — φιλόλυπος fond of pain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ՍԳԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0704 Chronological Sequence: Unknown date ա. φιλόλυπος luctuosus. Սիրօղ սգոյ. վարակեալ ʼի սուգ. *Հացիւ հաստատի սիրտ սգասիրին. Բրս. յուդիտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”